ξυστόν

ξυστόν
ξυστόν
shaved
neut nom/voc/acc sg
ξυστός 1
shaved
masc/fem acc sg
ξυστός 1
shaved
neut nom/voc/acc sg
ξυστός 2
walking-place
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ξυστόν — Ξυστός shaved masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστός ή ξυστόν — Ο ισοπεδωμένος και καθαρισμένος από χόρτα και πέτρες χώρος που χρησίμευε στην αρχαία Ελλάδα για την άθληση των δρομέων. Με το πέρασμα του χρόνου, το ξ. και η παλαίστρα αποτέλεσαν τα δύο κύρια μέρη του πρωταρχικού γυμνάσιου, και τότε ο όρος ξ.… …   Dictionary of Greek

  • ξυστοῖς — ξυστόν shaved neut dat pl ξυστός 1 shaved masc/fem/neut dat pl ξυστός 2 walking place masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστοῖσι — ξυστόν shaved neut dat pl (epic ionic aeolic) ξυστός 1 shaved masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ξυστός 2 walking place masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστοῖσιν — ξυστόν shaved neut dat pl (epic ionic aeolic) ξυστός 1 shaved masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ξυστός 2 walking place masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστοῦ — ξυστόν shaved neut gen sg ξυστός 1 shaved masc/fem/neut gen sg ξυστός 2 walking place masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστά — ξυστόν shaved neut nom/voc/acc pl ξυστός 1 shaved neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστῶν — ξυστόν shaved neut gen pl ξυστός 1 shaved masc/fem/neut gen pl ξυστός 2 walking place masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστῷ — ξυστόν shaved neut dat sg ξυστός 1 shaved masc/fem/neut dat sg ξυστός 2 walking place masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστικός — ή, ό (ΑΜ ξυστικός, ή, όν) [ξυστός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξύση, στο ξύσιμο νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ξύνει («ξυστικό εργαλείο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυστικά η αμοιβή τού εργάτη για την ξύση, την απόξεση, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”